- βιάζει
- βιάζωconstrainpres ind mp 2nd sgβιάζωconstrainpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… … Dictionary of Greek
διαφθορέας — ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η) 1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά 2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος 3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα … Dictionary of Greek
θοάζω — (I) θοάζω (Α) [θοός] 1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.) 2. βιάζω («τὶς ὅδ ἀγὼν θοάζων σε;» τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.) 3. επισπεύδω 4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» καταβρόχθιζαν λαίμαργα… … Dictionary of Greek